ἀρεσκεία

ἀρεσκεία
ἀρεσκεία, ας, ἡ (better ἀρέσκεια w. L-S-J-M, DGE et al., but for ἀρεσκεία s. Mlt-H. 339; Rbt. 153, 231—cp. ἀρεσκεύομαι ‘be obsequious’, s. ἀρέσκω; Aristot., Theophr. et al.; TestReub 3:4; mostly in pejorative sense: obsequiousness. In favorable sense: that by which one gains favor, Pr 31:30; also, esp. in public documents, of exceptional public service or expression of devotion IPontEux II, 5 χάριν τῆς εἰς τ. πόλιν ἀρεσκείας; IPriene 113, 73; POxy 729, 24 πρὸς ἀ. τοῦ Σαραπίωνος. Of one’s relation w. God Philo, Op. M. 144, Fuga 88 ἕνεκα ἀ. θεοῦ, Spec. Leg. 1, 176) desire to do someth. that produces satisfaction, desire to please εἰς πᾶσαν ἀ. to please (the Lord) in all respects Col 1:10.—DELG s.v. ἀρέσκω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] …   Dictionary of Greek

  • AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”